- ἰσχαδοπώλης
- ἰσχᾰδο-πώλης, ου, ὁ,A dealer in figs, Pherecr.4, Nicoph.19:—fem. [suff] ἰσχᾰδό-πωλις, ιδος, Ar.Lys.564.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχαδοπώλης — ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α) αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ἰσχαδοπῶλαι — ἰσχαδοπώλης dealer in figs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχαδοπώλαις — ἰσχαδοπώλης dealer in figs masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχαδοπώλου — ἰσχαδοπώλης dealer in figs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και … Dictionary of Greek
ισχαδόπωλις — ἰσχαδόπωλις, ώλιδος ἡ (Α) βλ. ισχαδοπώλης … Dictionary of Greek